ζελατινώδης

ζελατινώδης
gelatinous

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • αμυλόζη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων, κύριων δομικών στοιχείων του αμύλου, που καταλαμβάνει τον κεντρικό πυρήνα τους. Αντιπροσωπεύει το 10 25% της μάζας του αμύλου (στο σιτάρι και τις πατάτες είναι γύρω στο 25%, ενώ στο καλαμπόκι, στο ρύζι… …   Dictionary of Greek

  • κακομάζαλος — κακομάζαλος, ον (Μ) κακόμοιρος, δυστυχισμένος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μάζαλη «ἄμορφη ζελατινώδης μάζα στην οποία μετατρέπεται το άμυλο όταν θερμανθεί»] …   Dictionary of Greek

  • κτενοφόρα — Φύλο αποκλειστικά θαλάσσιων οργανισμών, με ευρεία εξάπλωση, το οποίο παλαιότερα κατατασσόταν στα κοιλεντερωτά, μαζί με τα κνιδόζωα. Πρόκειται για ζώα με μορφή μέδουσας, στα οποία όμως η ακτινωτή συμμετρία έχει μετατραπεί σε αμφιακτινωτή με την… …   Dictionary of Greek

  • μεσογλοία — Ζελατινώδες υλικό, το οποίο εντοπίζεται μεταξύ της επιδερμίδας (εξώδερμα) και της γαστροδερμίδας (ενδόδερμα) των κνιδοζώων. Η μ. μπορεί να σχηματίζει ένα στρώμα περισσότερο ή λιγότερο παχύ, με μέγιστη ανάπτυξη στις μέδουσες. * * * η βιολ.… …   Dictionary of Greek

  • ναπάλμ — Εμπρηστική ουσία που παράχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942. Είναι μια ζελατινώδης μάζα που κατασκευάζεται με την ανάμειξη βενζίνης και ενός μείγματος αλάτων ναφθαλικού οξέος (από όπου η πρώτη συλλαβή του ν.) και από σάπωνες λιπαρών οξέων,… …   Dictionary of Greek

  • σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • ψευδομύξωμα — το, Ν φρ. «ψευδομύξωμα τού περιτοναίου» ιατρ. ζελατινώδης ογκοειδής σχηματισμός τής περιτοναϊκής κοιλότητας από άθροιση βλεννώδους ή βλεννοειδούς υλικού, ο οποίος δίνει την εντύπωση μυξώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μύξωμα. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αναβαίνη — (anabaena).Γένος νηματοειδών κυανοφυκών της τάξεως των ορμογονιδών. Τα στρογγυλάή ωοειδή κύτταρα του νήματος περιβάλλονται από ζελατινώδη θήκη. Μερικά από τα κύτταρα τουνήματος διαφοροποιούνται σε ετεροκύστεις και ακίνητα σπόρια. Τα νήματα… …   Dictionary of Greek

  • καρπικό σωμάτιο — Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”